λευκέα
Look at other dictionaries:
λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία … Dictionary of Greek
Λευκέα — Λευκής masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαία — και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη] 1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο 2. συνεκδ. το σχοινί 3. το φυτό λεύκα 4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας … Dictionary of Greek